σκληρόκαρδος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκληρόκαρδος < ελληνιστική κοινή σκληροκάρδιος < αρχαία ελληνική σκληρός + καρδία
Επίθετο[επεξεργασία]
σκληρόκαρδος
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- σκληρόκαρδα
- σκληροκαρδία
- σκληροκάρδιος
- → δείτε τις λέξεις σκληρός και καρδιά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκληρόκαρδος