σοτάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
σοτάροντας πιπεριές και κρεμμύδια

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σοτάρω < σοτέ + -άρω

σοτάρω

  • (μαγειρική) τσιγαρίζω
    Ζεσταίνουμε μια κατσαρόλα σε μέτρια φωτιά, ρίχνουμε το μισό ελαιόλαδο και σοτάρουμε ελαφρώς το κρεμμύδι και τις πιπεριές. Αλατίζουμε, προσθέτουμε το πλιγούρι και σοτάρουμε για 1 λεπτό. (*)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]