σουλτάνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σουλτάνος < (άμεσο δάνειο) τουρκική sultan < αραβική سلطان (sulṭān, ηγεμόνας) < αραμαϊκή שולטנא (šulṭānā: ισχύς, εξουσία)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σουλτάνος αρσενικό
- o μονάρχης σε κάποια μουσουλμανικά κράτη, όπως η Οθωμανική Αυτοκρατορία ή κάποια σύγχρονα σουλτανάτα
- (μεταφορικά) ο τύραννος, ο απόλυτος μονάρχης
- (μεταφορικά) ο καλομαθημένος και παραχαϊδεμένος άνθρωπος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- σουλτάνος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραμαϊκά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)