σοφολογιότατος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σοφολογιότατος < σοφός + -ο- + λογιότατος
Επίθετο
[επεξεργασία]σοφολογιότατος
- (παρωχημένο) που είναι σοφός και λόγιος
- (ειρωνικό) (παρωχημένο) που τον διακρίνει σχολαστικισμός
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σοφολογιότατος
|