σπανιότερα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σπανιότερα < συγκριτικός βαθμός του σπανίως και του σπάνια

Επίρρημα[επεξεργασία]

σπανιότερα

  • για κάτι που γίνεται όλο και πιο σπάνια ή πιο σπάνια από κάτι άλλο, σε πιο αραιά διαστήματα
    Το ανακρούει πρύμναν χρησιμοποιείται όλο και σπανιότερα
    Κάνουμε σεξ σπανιότερα από παλιά. Φταίει η κρίση, η ανεργία, η εφορία ή άλλο θηλυκό;

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

σπανιότερα