σταυροβελονιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: στραβοβελονιά
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σταυροβελονιά οι σταυροβελονιές
      γενική της σταυροβελονιάς των σταυροβελονιών
    αιτιατική τη σταυροβελονιά τις σταυροβελονιές
     κλητική σταυροβελονιά σταυροβελονιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σταυροβελονιά < σταυρο- + βελονιά
απλή σταυροβελονιά

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σταυροβελονιά θηλυκό

  1. τρόπος κεντήματος σύμφωνα με το οποίο η κλωστή περνιέται σταυρωτά και σχηματίζει το γράμμα «Χ»
  2. (συνεκδοχικά) το εργόχειρο που δημιουργείται με σταυροβελονιά


Μεταφράσεις

[επεξεργασία]