στείρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στείρα | οι | στείρες |
γενική | της | στείρας | των | στείρων |
αιτιατική | τη | στείρα | τις | στείρες |
κλητική | στείρα | στείρες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στείρα < αρχαία ελληνική στεῖρα, θηλυκό του στεῖρος
- στείρα < αρχαία ελληνική στεῖρα < στερεός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στείρα θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στείρα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]στείρα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του στείρος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του στείρος