στενή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Στενή

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
στενή < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου στενός

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /steˈni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στε‐νή

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

στενή θηλυκό

  1. (αργκό) η φυλακή
    τον χώσανε στη στενή
    έκανε δυο χρόνια στη στενή
  2. (αργκό) το κρατητήριο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

στενή

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]