στιχηροκάθισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στιχηροκάθισμα ουδέτερο
- (βυζαντινή μουσική, εκκλησιαστικός όρος) υποδιαίρεση τροπαρίου το οποίο ψάλλεται μετά από ψαλμό (στιχηρό), κατά τη διάρκεια του οποίου επιτρέπεται να κάθονται οι πιστοί (κάθισμα)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στιχηροκάθισμα
|