συναγωνίστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συναγωνίστρια < συναγωνιστής + -τρια
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συναγωνίστρια θηλυκό
- θηλυκό του συναγωνιστής
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συναγωνίστρια
|