συνδυαστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συνδυαστικός < συνδυάζω + -τικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική combinatoire)
Επίθετο
[επεξεργασία]συνδυαστικός
- που έχει σχέση με συνδυασμό ή αναφέρεται σ’ αυτόν
- που μπορεί να συνδυάζει, που έχει τέτοια ικανότητα
Συγγενικά
[επεξεργασία]- συνδυαστικά
- → δείτε τις λέξεις συνδυάζω, συν και δύο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συνδυαστικός