σόλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σόλο < (άμεσο δάνειο) ιταλική solo
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σόλο ουδέτερο άκλιτο
- το μουσικό κομμάτι για εκτέλεση από ένα μόνο άτομο
- οποιαδήποτε περφόρμανς ή παρουσίαση ενός ατόμου ή αντικειμένου
- ο φθογγοσειραϊσμός· η σειραϊκή/αλληλουχική εκτέλεση/παίξιμο των μουσικών φθόγγων/νοτών
- (χαρτοπαίγνια) όρος της πρέφας που σημαίνει διπλό χάσιμο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
σόλο άκλιτο
Επίρρημα[επεξεργασία]
- χωρίς συνοδεία
Κατηγορίες:
- Σελίδες που χρειάζονται επιμέλεια
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)