solo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
solo solos

solo (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (μουσική) σόλο

Επίρρημα[επεξεργασία]

solo (fr)

  1. μοναχά, απομονωμένα



Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Επίρρημα[επεξεργασία]

solo (it)

  1. μόνο