τα μάλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τα μάλα < τα + μάλα (έναρθρη χρήση) < αρχαία ελληνική μάλα
Έκφραση
[επεξεργασία]τα μάλα
- (αρχαιοπρεπές) πάρα πολύ· όσο δεν πάει άλλο, σε πολύ μεγάλο βαθμό
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τα μάλα
|
Πηγές
[επεξεργασία]- μάλα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- μάλα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012