τενίστρια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τενίστρια οι τενίστριες
      γενική της τενίστριας των τενιστριών
    αιτιατική την τενίστρια τις τενίστριες
     κλητική τενίστρια τενίστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τενίστρια < τενίστας + κατάληξη θηλυκού -ίστρια

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τενίστρια θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε τενίστας