τηλέγραφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τηλέγραφος | οι | τηλέγραφοι |
γενική | του | τηλέγραφου & τηλεγράφου |
των | τηλέγραφων & τηλεγράφων |
αιτιατική | τον | τηλέγραφο | τους | τηλέγραφους & τηλεγράφους |
κλητική | τηλέγραφε | τηλέγραφοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τηλέγραφος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική télégraphe < télé- (< τῆλε) + -graphe ( < γράφω)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /tiˈle.ɣɾa.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τη‐λέ‐γρα‐φος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τηλέγραφος αρσενικό
- (τεχνολογία) σύστημα επικοινωνίας που μεταδίδει γραπτά μηνύματα κωδικοποιημένα με το αλφάβητο Μορς και λειτουργεί με την αποστολή ηλεκτρικών σημάτων μεταξύ δύο σταθμών
- οπτικός τηλέγραφος: σύστημα για τη μεταδοση σημάτων Μορς με κινήσεις που γίνονται ορατές από απόσταση - γενικότερα οποιοδήποτε οπτικό σύστημα μετάδοσης πληροφοριών, πχ οι αρχαίες φρυκτωρίες
- (βοτανική, λουλούδι) ποώδες φυτό με μοβ μακρόστενα φύλλα (επιστημονική ονομασία Tradescantia Pallida)· βγάζει μικρά ροζ λουλούδια το καλοκαίρι
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ατηλεγράφητος
- ραδιοτηλεγράφημα
- ραδιοτηλεγραφητής
- ραδιοτηλεγραφία
- ραδιοτηλεγραφικός
- ραδιοτηλέγραφος
- ραδιοτηλεγραφώ
- τηλεγραφείο
- τηλεγράφημα
- τηλεγραφητής
- τηλεγραφήτρια
- τηλεγραφία
- τηλεγραφικά
- τηλεγραφικός
- τηλεγραφόξυλο
- τηλεγραφώ
- → δείτε τις λέξεις τηλε- και γράφω
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σύστημα επικοινωνίας
|
φυτό
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τεχνολογία (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Λουλούδια (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)