τηλεφωνηματάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τηλεφωνηματάκι | τα | τηλεφωνηματάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | τηλεφωνηματάκι | τα | τηλεφωνηματάκια |
κλητική | τηλεφωνηματάκι | τηλεφωνηματάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τηλεφωνηματάκι < τηλεφώνημα + υποκοριστικό επίθημα -άκι < τηλεφωνώ < τηλέφωνο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική telephone + -ο < αρχαία ελληνική τῆλε + φωνή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τηλεφωνηματάκι ουδέτερο
- (οικείο) υποκοριστικό του τηλεφώνημα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τηλεφωνηματάκι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -άκι (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)