τραϊχαρντάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τραϊχαρντάρω < τραϊχάρντ + -άρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική tryhard < try + hard

Ρήμα[επεξεργασία]

τραϊχαρντάρω, πρτ.: τραϊχάρνταρα, αόρ.: τραϊχαρντάρισα/τραϊχάρνταρα (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]