τριανταφυλλένιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τριανταφυλλένιος η τριανταφυλλένια το τριανταφυλλένιο
      γενική του τριανταφυλλένιου της τριανταφυλλένιας του τριανταφυλλένιου
    αιτιατική τον τριανταφυλλένιο την τριανταφυλλένια το τριανταφυλλένιο
     κλητική τριανταφυλλένιε τριανταφυλλένια τριανταφυλλένιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τριανταφυλλένιοι οι τριανταφυλλένιες τα τριανταφυλλένια
      γενική των τριανταφυλλένιων των τριανταφυλλένιων των τριανταφυλλένιων
    αιτιατική τους τριανταφυλλένιους τις τριανταφυλλένιες τα τριανταφυλλένια
     κλητική τριανταφυλλένιοι τριανταφυλλένιες τριανταφυλλένια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τριανταφυλλένιος < τριαντάφυλλ(ο) + -ένιος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /tɾi.an.da.fiˈle.ɲos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρι‐α‐ντα‐φυλ‐λέ‐νιος

Επίθετο[επεξεργασία]

τριανταφυλλένιος

  1. φτιαγμένος από τριαντάφυλλο
  2. που έχει μαλακή υφή όπως τα πέταλα του τριανταφύλλου
  3. → και δείτε τη λέξη τριανταφυλλένια (θηλυκό, ως προσφώνηση)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]