τσακιστή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /t͡sa.ciˈsti/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τσα‐κι‐στή
- ομόηχα: τσακιστοί, τσακιστεί
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- τσακιστή: ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου τσακιστός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τσακιστή
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- τσακιστή: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]τσακιστή
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- (δε δίνω) δεκάρα τσακιστή
Πηγές
[επεξεργασία]- → δείτε στο λήμμα ποδόδεσμος