τσαλαβούτας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Τσαλαβούτας
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τσαλαβούτας οι τσαλαβούτες
      γενική του τσαλαβούτα
    αιτιατική τον τσαλαβούτα τους τσαλαβούτες
     κλητική τσαλαβούτα τσαλαβούτες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τσαλαβούτας < τσαλαβουτ(ώ) + -ας[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /t͡sa.laˈvu.tas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσα‐λα‐βού‐τας

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τσαλαβούτας αρσενικό

  1. άτομο που περπατάει με άτσαλο τρόπο σε νερά και λάσπες
  2. (μεταφορικά) άτομο που είναι ακατάστατο στη δουλειά του

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]