υπερκειμενικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υπερκειμενικός < υπερκείμεν(ο) + -ικός
Επίθετο
[επεξεργασία]υπερκειμενικός, -ή, -ό
- (πληροφορική) που έχει σχέση με υπερκείμενο (hypertext) ή υπερκείμενα, που αφορά υπερκείμενο ή υπερκείμενα ή τον τρόπο με τον οποίο αυτά διασυνδέονται
- υπερκειμενικές πληροφορίες, υπερκειμενικό έγγραφο
- υπερκειμενική σήμανση, υπερκειμενική μεταφορά
Συγγενικά
[επεξεργασία]- υπερκειμενικά (επίρρημα)
- υπερκείμενο
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υπερκειμενικός