υποκριτής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υποκριτής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑποκριτής (< ὑποκρίνομαι, ὑποκρι- + -τής)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /i.po.kɾiˈtis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πο‐κρι‐τής
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υποκριτής αρσενικό (θηλυκό υποκρίτρια)
- αυτός που συμπεριφέρεται με υποκρισία, που προβάλλει στους άλλους ψεύτικα αισθήματα, που συμπεριφέρεται αποκρύπτοντας στις πραγματικές σκέψεις και διαθέσεις του
- (θέατρο, επάγγελμα) ο ηθοποιός στο αρχαίο δράμα και, ευρύτερα, του θεάτρου
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις υποκρίνομαι, υπό και κρίνω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] που συμπεριφέρεται με υποκρισία
Πηγές
[επεξεργασία]- υποκριτής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα υπο- (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τής (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θέατρο (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)