υπόστυλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υπόστυλος < (ελληνιστική κοινή) ὑπόστυλος < αρχαία ελληνική στῦλος
Επίθετο
[επεξεργασία]υπόστυλος, -η, -ο
- που είναι στηριγμένος σε υποστυλώματα
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις υποστυλώνω και στύλος