φιλονικώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: φιλονικῶ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φιλονικώ < αρχαία ελληνική φιλονικέω / φιλονικῶ < φιλόνικος

φιλονικώ, πρτ.: φιλονικούσα, στ.μέλλ.: θα φιλονικήσω, αόρ.: φιλονίκησα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]