φιλόχριστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φιλόχριστος < μεσαιωνική ελληνική φιλόχριστος[1]
Επίθετο
[επεξεργασία]φιλόχριστος, -η, -ο
- που αγαπά τον Ιησού Χριστό
- ↪ φιλόχριστο γένος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φιλόχριστος
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)