φωνηεντικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φωνηεντικός < από το ουσιαστικό φωνήεν + κατάληξη -ικός < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική vocalique
Επίθετο
[επεξεργασία]φωνηεντικός -ή -ό
- που αναφέρεται σε φωνήεν
- ↪ φωνηεντικό σύστημα
- που ανήκει σε φωνήεν
Σύνθετα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φωνηεντικός
|