χαμοκέλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χαμοκέλα | οι | χαμοκέλες |
γενική | της | χαμοκέλας | των | (χαμοκελών) |
αιτιατική | τη | χαμοκέλα | τις | χαμοκέλες |
κλητική | χαμοκέλα | χαμοκέλες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χαμοκέλα θηλυκό
- το φτωχόσπιτο, το χαμόσπιτο, η καλύβα
- ※ Βολεύτηκαν - στριμώχτηκαν οι δυο τους στη χαμοκέλα που νοίκιασαν. (Δημήτρης Χατζής, Ανυπεράσπιστοι)
- ※ Με την πλουμιστή από τη μια μεριά εικόνα των παλιών και νέων αρχοντόσπιτων στο κέντρο της, με τη θλιβερή, από την άλλη μεριά, σκιά που έπεφτε πάνω στις γειτονιές της, με τις χαμοκέλες και τα τενεκεδόσπιτά τους , όπου καταφεύγανε οι φτωχάνθρωποι της δουλειάς και της ανέχειας. (Μπάμπης Κλάρας, Η περιπέτεια ενός ανθρώπου του 20ου αιώνα: μυθιστορηματική βιογραφία, 1985, σελ. 113)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νότα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα χαμο- (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)