χαρτοκοπτική

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η χαρτοκοπτική
      γενική της χαρτοκοπτικής
    αιτιατική τη χαρτοκοπτική
     κλητική χαρτοκοπτική
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χαρτοκοπτική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου χαρτοκοπτικός < χαρτοκόπτης [1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χαρτοκοπτική θηλυκό στον ενικό

  1. η δημιουργία σχεδίων από κομμάτια χρωματιστό χαρτί
  2. (μεταφορικά) κακή, ανακατεμένη διάτραξη αποσπασμάτων μέσα σε κείμενο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]