χιλιάρικο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χιλιάρικο ουδέτερο
- (νόμισμα) το χαρτονόμισμα των χιλίων δραχμών
- ≈ συνώνυμα: χιλιόδραχμο, (αργκό) χήνα, καφετί (για τα σχετικά πιο πρόσφατα ελληνικά τραπεζογραμμάτια)
- ποσό ίσο με 1.000 μονάδες ενός νομίσματος
- ↪ έδωσα 20 χιλιάρικα (εννοείται: 20.000) γι' αυτό το σαράβαλο! Τι κοροϊδία!
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χιλιάρικο
|