ψαλιδοειδής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ψαλιδοειδής | η | ψαλιδοειδής | το | ψαλιδοειδές |
γενική | του | ψαλιδοειδούς* | της | ψαλιδοειδούς | του | ψαλιδοειδούς |
αιτιατική | τον | ψαλιδοειδή | την | ψαλιδοειδή | το | ψαλιδοειδές |
κλητική | ψαλιδοειδή(ς) | ψαλιδοειδής | ψαλιδοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ψαλιδοειδείς | οι | ψαλιδοειδείς | τα | ψαλιδοειδή |
γενική | των | ψαλιδοειδών | των | ψαλιδοειδών | των | ψαλιδοειδών |
αιτιατική | τους | ψαλιδοειδείς | τις | ψαλιδοειδείς | τα | ψαλιδοειδή |
κλητική | ψαλιδοειδείς | ψαλιδοειδείς | ψαλιδοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψαλιδοειδής λέξη ελληνιστική < ψαλίδα και εἶδος
Επίθετο[επεξεργασία]
ψαλιδοειδής
- που έχει το σχήμα ή τις ιδιότητες του ψαλιδιού, κυρίως το πρώτο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψαλιδοειδής