ψηλόπρυμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψηλόπρυμος η ψηλόπρυμη το ψηλόπρυμο
      γενική του ψηλόπρυμου της ψηλόπρυμης του ψηλόπρυμου
    αιτιατική τον ψηλόπρυμο την ψηλόπρυμη το ψηλόπρυμο
     κλητική ψηλόπρυμε ψηλόπρυμη ψηλόπρυμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψηλόπρυμοι οι ψηλόπρυμες τα ψηλόπρυμα
      γενική των ψηλόπρυμων των ψηλόπρυμων των ψηλόπρυμων
    αιτιατική τους ψηλόπρυμους τις ψηλόπρυμες τα ψηλόπρυμα
     κλητική ψηλόπρυμοι ψηλόπρυμες ψηλόπρυμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψηλόπρυμος < ψηλός + πρύμη

Επίθετο[επεξεργασία]

ψηλόπρυμος, -η, -ο {λόγιο: υψίπρυμνος)

  1. (ναυτικός όρος): αυτός που φέρει ψηλή πρύμη
    ιδιαίτερα ψηλόπρυμα ήταν τα ιστιοφόρα πλοία του 16ου και 17ου αιώνα

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]