ψηλόπρυμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ψηλόπρυμος, -η, -ο {λόγιο: υψίπρυμνος)
- (ναυτικός όρος): αυτός που φέρει ψηλή πρύμη
- ιδιαίτερα ψηλόπρυμα ήταν τα ιστιοφόρα πλοία του 16ου και 17ου αιώνα
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψηλόπρυμος
|