ἀεξίβιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀεξίβιος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
ἀεξίβιος, -ος, -ον
- (σπάνιο) (σε επιγραφή) που αυξάνεται σε όλη τη διάρκεια της ζωής κάποιου
- ※ Επιγραφή αχρονολόγητη από την Ρώμη της Ιταλίας. IGUR III 1379. στίχος 10 (στίχοι 9-10) @epigraphy.packhum.org
- ἐς δ’ ὅσον ἐνπνείει βίοτόν τε ἐπὶ ἦμαρ ἐρύκει,
δύσμορος ἀντλήσει ❦ πένθος ἀεξίβιον ∙
- ἐς δ’ ὅσον ἐνπνείει βίοτόν τε ἐπὶ ἦμαρ ἐρύκει,
- ※ Επιγραφή αχρονολόγητη από την Ρώμη της Ιταλίας. IGUR III 1379. στίχος 10 (στίχοι 9-10) @epigraphy.packhum.org
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- ἀεξίβιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα με κλίση όπως το 'δύσκολος' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'δύσκολος' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις που μαρτυρούνται σε επιγραφές (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από επιγραφές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)