ἐπιβόητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἐπιβόητος < ἐπιβοάω
Επίθετο[επεξεργασία]
ἐπιβόητος, -ος, -ον
- (με αρνητική σημασία) διαβόητος, περιβόητος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 6, 16.1
- ὧν γὰρ πέρι ἐπιβόητός εἰμι, τοῖς μὲν προγόνοις μου καὶ ἐμοὶ δόξαν φέρει ταῦτα, τῇ δὲ πατρίδι καὶ ὠφελίαν.
- Τα όσα προκαλούν θόρυβο γύρω από τ᾽ όνομά μου, προσπορίζουν δόξα στους προγόνους μου και σ᾽ εμένα, αλλά και ωφελούν την πολιτεία.
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- Για όσα πράγματα είμαι διαβόητος, αυτά επιφέρουν δόξα στους προγόνους μου και σ᾽ εμένα, αλλά και ωφέλεια στην πολιτεία.
- Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
- Τα όσα προκαλούν θόρυβο γύρω από τ᾽ όνομά μου, προσπορίζουν δόξα στους προγόνους μου και σ᾽ εμένα, αλλά και ωφελούν την πολιτεία.
- ὧν γὰρ πέρι ἐπιβόητός εἰμι, τοῖς μὲν προγόνοις μου καὶ ἐμοὶ δόξαν φέρει ταῦτα, τῇ δὲ πατρίδι καὶ ὠφελίαν.
- ※ 3ος πκε αιώνας Ασκληπιάδης ο Σάμιος, Επίγραμμα X στην ⌘ Παλατινή Ανθολογία, βιβλίο 5ο, επίγραμμα 150, εἰς Νικώ @books.google.gr
- Ὡμολόγησ᾽ ἥξειν εἰς νύκτα μοι ἡ ᾿πιβόητος
Νικὼ καὶ σεμνὴν ὤμοσε Θεσμοφόρον,
κοὐχ ἥκει, φυλακὴ δὲ παροίχεται. ἄρ᾽ ἐπιορκεῖν
ἤθελε; τὸν λύχνον, παῖδες, ἀποσβέσατε.- Συμφώνησε ότι θα μου έρθει τη νύχτα η διαβόητη
Νικώ και ορκίστηκε στη σεμνή Θεσμοφόρο (Δήμητρα),
αλλά δεν ήρθε και πέρασε ένα μέρος της νύχτας. Άραγε ήθελε να παραβεί τον όρκο της;
Δούλοι, σβήστε τελείως το λυχνάρι. - Μετάφραση: Νάστος Ιωάννης, Τα επιγράμματα του Ασκληπιάδου του Σαμίου: εισαγωγή - κείμενο - μετάφραση - σχολία, διδακτορική διατριβή, ΕΚΠΑ, Αθήνα, 2002, σελ. 55
- ΣτΕ: Οι μελετητές δεν συμφωνούν για το αν η λέξη (ἐπιβόητος) έχει θετική ή αρνητική σημασία στο παραπάνω επίγραμμα.
- Συμφώνησε ότι θα μου έρθει τη νύχτα η διαβόητη
- Ὡμολόγησ᾽ ἥξειν εἰς νύκτα μοι ἡ ᾿πιβόητος
- ≈ συνώνυμα: περιβόητος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 6, 16.1
- (με θετική σημασία) διάσημος, περίφημος
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- ἐπιβόητος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐπιβόητος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα με κλίση όπως το 'δύσκολος' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'δύσκολος' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Θουκυδίδη (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)