ἐρίφιον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἐρίφιον < υποκοριστικό του ἔριφος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ἐρίφιον ουδέτερο
- (ελληνιστική ) το κατσίκι, το ερίφιο
- καὶ στήσει τὰ μὲν πρόβατα ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ τὰ δὲ ἐρίφια ἐξ εὐωνύμων (Κατὰ Ματθαῖον, 25.33)