ἔριφος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἔρῐφος αρσενικό

  • το κατσίκι
    ὡς δὲ λύκοι ἄρνεσσιν ἐπέχραον ἢ ἐρίφοισι (Ὁμήρου Ἰλιάς, 16.352)

Παράγωγα

[επεξεργασία]