ὀνειροτόκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ὀνειροτόκος | τὸ | ὀνειροτόκον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ὀνειροτόκου | τοῦ | ὀνειροτόκου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ὀνειροτόκῳ | τῷ | ὀνειροτόκῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ὀνειροτόκον | τὸ | ὀνειροτόκον | ||
κλητική ὦ! | ὀνειροτόκε | ὀνειροτόκον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ὀνειροτόκοι | τὰ | ὀνειροτόκᾰ | ||
γενική | τῶν | ὀνειροτόκων | τῶν | ὀνειροτόκων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ὀνειροτόκοις | τοῖς | ὀνειροτόκοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ὀνειροτόκους | τὰ | ὀνειροτόκᾰ | ||
κλητική ὦ! | ὀνειροτόκοι | ὀνειροτόκᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὀνειροτόκω | τὼ | ὀνειροτόκω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὀνειροτόκοιν | τοῖν | ὀνειροτόκοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ὀνειροτόκος, -ος, -ον ποιητικός τύπος
- (ελληνιστική κοινή) που προκαλεί όνειρα, που παράγει όνειρα
- ※ 5ος κε αιώνας ⌘ Νόννος ο Πανοπολίτης, Διονυσιακά, 10.264, @scaife.perseus
- καὶ γλυκὺν εἶχεν ὄνειρον ὀνειροτόκων ἐπὶ λέκτρων,
- ※ 5ος κε αιώνας ⌘ Νόννος ο Πανοπολίτης, Διονυσιακά, 10.264, @scaife.perseus
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- ὀνειροτόκος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα με κλίση όπως το 'δύσκολος' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'τοξοβόλος' (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις παροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Επίθετα παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με πρόθημα ὀνειρο- (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με επίθημα -τόκος (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Επίθετα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)