ὀχλώδης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ὀχλώδης | τὸ | ὀχλῶδες | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ὀχλώδους | τοῦ | ὀχλώδους | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ὀχλώδει | τῷ | ὀχλώδει | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ὀχλώδη | τὸ | ὀχλῶδες | ||
κλητική ὦ! | ὀχλῶδες | ὀχλῶδες | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ὀχλώδεις | τὰ | ὀχλώδη | ||
γενική | τῶν | ὀχλώδων | τῶν | ὀχλώδων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ὀχλώδεσῐ(ν) | τοῖς | ὀχλώδεσῐ(ν) | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ὀχλώδεις | τὰ | ὀχλώδη | ||
κλητική ὦ! | ὀχλώδεις | ὀχλώδη | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὀχλώδει | τὼ | ὀχλώδει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὀχλώδοιν | τοῖν | ὀχλώδοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'μανιώδης' όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ὀχλώδης < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
ὀχλώδης, -ης, -ες, συγκριτικός :ὀχλωδέστερος
- θορυβώδης, ταραχώδης
- χυδαίος, λαϊκός, κοινός
- δυσάρεστος, οχληρός
- (για πληγές, τραύματα) ενοχλητικός
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ ἀγμῶν, (De fracturis), 44, @scaife.perseus
- Ἔστι δὲ καὶ ἄλλα σίνεα κατ ἀγκῶνα ὀχλώδεα·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ ἀγμῶν, (De fracturis), 44, @scaife.perseus
- (για ζώο) απείθαρχος, θορυβώδης
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 9, 590b
- Κολακεία δὲ καὶ ἀνελευθερία οὐχ ὅταν τις τὸ αὐτὸ τοῦτο, τὸ θυμοειδές, ὑπὸ τῷ ὀχλώδει θηρίῳ ποιῇ καὶ ἕνεκα χρημάτων καὶ τῆς ἐκείνου ἀπληστίας προπηλακιζόμενον ἐθίζῃ ἐκ νέου ἀντὶ λέοντος πίθηκον γίγνεσθαι;
- Γιατί ακόμη ψέγουν την κολακεία και την ανελευθερία παρά γιατί υποδουλώνουν αυτό το ίδιο, το θυμοειδές, σ᾽ εκείνο το ενοχλητικό θηρίο και γιατί το συνηθίζουν από τη νεαρή του ηλικία, έτσι καθώς εξευτελίζεται για ν᾽ αποκτήσει χρήματα και για να ικανοποιήσει την απληστία του θηρίου, να γίνεται αντί λιοντάρι πίθηκος;
- Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
- Κολακεία δὲ καὶ ἀνελευθερία οὐχ ὅταν τις τὸ αὐτὸ τοῦτο, τὸ θυμοειδές, ὑπὸ τῷ ὀχλώδει θηρίῳ ποιῇ καὶ ἕνεκα χρημάτων καὶ τῆς ἐκείνου ἀπληστίας προπηλακιζόμενον ἐθίζῃ ἐκ νέου ἀντὶ λέοντος πίθηκον γίγνεσθαι;
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 9, 590b
- (το ουδέτερο ως ουσ.) (τὸ ὀχλῶδες): η οχληρότητα, ενοχλητικότητα, το να είναι κάποιος ενοχλητικός
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 6, 24.2
- οἱ δὲ τὸ μὲν ἐπιθυμοῦν τοῦ πλοῦ οὐκ ἐξῃρέθησαν ὑπὸ τοῦ ὀχλώδους τῆς παρασκευῆς,
- Οι Αθηναίοι, όμως, δεν αποθαρρύνθηκαν με τις δυσκολίες της προετοιμασίας
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- Αντί όμως ν' αποβάλουν ούτοι την υπέρ της εκστρατείας επιθυμίαν των, ως εκ των ενοχλήσεων και δυσχερειών της αναγκαίας παρασκευής,
- Μετάφραση στη Βικιθήκη:Ελευθέριος Βενιζέλος
- Οι Αθηναίοι, όμως, δεν αποθαρρύνθηκαν με τις δυσκολίες της προετοιμασίας
- οἱ δὲ τὸ μὲν ἐπιθυμοῦν τοῦ πλοῦ οὐκ ἐξῃρέθησαν ὑπὸ τοῦ ὀχλώδους τῆς παρασκευῆς,
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 6, 24.2
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ὀχλέω
Πηγές[επεξεργασία]
- ὀχλώδης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὀχλώδης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα με κλίση όπως το 'μανιώδης' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'μανιώδης' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ιπποκράτη (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από ιατρικά κείμενα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Πλάτωνα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Θουκυδίδη (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)