ὄχλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ὄχλος αρσενικό
- άτακτο πλήθος ανθρώπων, μπουλούκι, άτακτο σώμα στρατιωτών
- κατώτερο στρώμα λαού
- βοή πλήθους, διαταραχή, φορτικότητα