ὑπερβεβλημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
ὑπερβεβλημένος ,-η, -ον συχνά σε επιθετική λειτουργία
- μετοχή μεσοπαθητικού παρακειμένου (ὑπερβέβλημαι) του ρήματος ὑπερβάλλω: εξαίρετος, έξοχος, λαμπρός
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἄλκηστις, στίχ. 153
- τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην | γυναῖκα;
- Τέλεια γυναίκα ποιά θα πεις πως είναι;
- Μετάφραση (1972): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
- τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην | γυναῖκα;
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἄλκηστις, στίχ. 153
Πηγές[επεξεργασία]
- ὑπερβάλλω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὑπερβάλλω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ΜΟΡΦΩ@ΛΟΓΕΙΟΝ
- μορφολογία@perseus.tufts.edu
Κατηγορίες:
- Μετοχές με κλίση όπως το 'λελυμένος' (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'λελυμένος' (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Μετοχές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές μεσοπαθητικού παρακειμένου (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ευριπίδη (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)