abaissement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

abaissement < abaisser

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.bɛ.smɑ̃/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
abaissement abaissements

abaissement (fr) αρσενικό

  1. το κατέβασμα, το χαμήλωμα
  2. η υποτίμηση
  3. (μεταφορικά) ο εξευτελισμός
  4. (θρησκεία) η ταπείνωση

Συγγενικά[επεξεργασία]