abrogé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | abrogé | abrogés |
θηλυκό | abrogée | abrogées |
abrogé (fr)
- που έχει ακυρωθεί, που έχει καταργηθεί