admission

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

admission (en)

  1. η παραδοχή (πχ μιας παράνομης πράξης)
  2. η είσοδος, η άδεια εισόδου