agree

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας agree
γ΄ ενικό ενεστώτα agrees
αόριστος agreed
παθητική μετοχή agreed
ενεργητική μετοχή agreeing

Προφορά

[επεξεργασία]
 

agree (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) συμφωνώ, έχω την ίδια γνώμη με κάποιον
    Do you agree with me?
    Συμφωνείς μαζί μου;
    You are not wrong, but I don’t agree with you.
    Δεν έχεις άδικο αλλά δε συμφωνώ μαζί σου.
  2. (αμετάβατο, χρησιμοποιείται ειδικά σε αρνητικές προτάσεις) συμφωνώ, εγκρίνω κάτι γιατί πιστεύω ότι είναι ηθικά σωστό
    I don’t agree with children smoking.
    Δεν συμφωνώ να καπνίζουν τα παιδιά.
  3. (μεταβατικό και αμετάβατο) συμφωνώ, δέχομαι, λέω «ναι»; λέω ότι θα κάνω ό,τι θέλει κάποιος ή ότι θα επιτρέψω να συμβεί κάτι
    He agreed to pay.
    Συμφώνησε να πληρώσει.
    He agreed to my plan.
    Συμφώνησε με το σχέδιό μου.
    My vegetarian friend will never agree to eating meatballs.
    Ο χορτοφάγος φίλος μου δε θα δεχτεί πότε να φάει τους κεφτέδες.
    I will not agree to going to the house of that horrible man.
    Δε θα δεχτώ να πάω στο σπίτι εκείνου του απαίσιου άντρα.
  4. (μεταβατικό και αμετάβατο) συμφωνώ, αποφασίζω με κάποιον άλλο να κάνω κάτι ή να έχω κάτι
    We all agreed on the plan/the terms of payment.
    Συμφωνήσαμε όλοι για το σχέδιο/για τους όρους πληρωμής.
    We agreed that I would visit him.
    Συμφωνήσαμε να τον επισκεφθώ.
  5. (μεταβατικό) συμφωνώ, δέχομαι επίσημα σχέδιο, αίτημα κτλ.
    It was agreed that the goods would be delivered to Athens.
    Συμφωνήθηκε να παραδοθούν τα εμπορεύματα στην Αθήνα.
  6. (αμετάβατο) συμφωνώ, ταιριάζω
    His story doesn’t agree with the facts.
    Η ιστορία του δε συμφωνεί με τα γεγονότα.

Παράγωγα

[επεξεργασία]