aiglon
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- aiglon < aigle
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | aiglon | aiglons |
θηλυκό | aiglonne | aiglonnes |
aiglon (fr) αρσενικό