algazelle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- algazelle < algazel < αραβική al-ghazâl
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
algazelle | algazelles |
algazelle (fr) θηλυκό
- (θηλαστικό ζώο) μεγάλη λευκή αντιλόπη της Αφρικής