anglaise
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
anglaise | anglaises |
Επίθετο
[επεξεργασία]anglaise (fr) θηλυκό
Δείτε επίσης : Anglaise |
ενικός | πληθυντικός |
anglaise | anglaises |
anglaise (fr) θηλυκό