béotien
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | béotien | béotiens |
θηλυκό | béotienne | béotiennes |
béotien (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | béotien | béotiens |
θηλυκό | béotienne | béotiennes |
béotien (fr)
- κάποιος που είναι χοντροκομμένος
- κάποιος που είναι άσχετος, ανίδεος με κάποιο θέμα
Αντώνυμα[επεξεργασία]
αντώνυμα του χοντροκομμένος
αντώνυμα του άσχετος, ανίδεος