chastise

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας chastise
γ΄ ενικό ενεστώτα chastises
αόριστος chastised
παθητική μετοχή chastised
ενεργητική μετοχή chastising

chastise (en)

  1. τιμωρώ (ακόμη και με ξυλοδαρμό)
  2. επιτιμώ κάποιον, τον μαλώνω, τον επιπλήττω αυστηρά
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη criticize