chastise
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | chastise |
γ΄ ενικό ενεστώτα | chastises |
αόριστος | chastised |
παθητική μετοχή | chastised |
ενεργητική μετοχή | chastising |
Ρήμα
[επεξεργασία]chastise (en)