criticize
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | criticize |
γ΄ ενικό ενεστώτα | criticizes |
αόριστος | criticized |
παθητική μετοχή | criticized |
ενεργητική μετοχή | criticizing |
Ρήμα
[επεξεργασία]criticize (en)